- υπερωριακός
- -ή, -ό, Ν [υπερωρία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις υπερωρίες («υπερωριακή απασχόληση»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερωριακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με την υπερωρία: Υπερωριακή εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)